- ἅδρυνσις
- ἅδρυνσιςcoming to maturityfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άδρυνσις — ἅδρυνσις ( εως), η (Α) [ἁδρύνω] ωρίμανση … Dictionary of Greek
αδρύνω — (Α ἁδρύνω) (Ν και ἁδρένω) μεστώνω, ωριμάζω, μεγαλώνω αρχ. κάνω κάτι να ωριμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρὸς. ΠΑΡ. αρχ. ἅδρυνσις, ἁδρυντικός] … Dictionary of Greek
ἁδρύνσεως — ἁδρύνσεω̆ς , ἅδρυνσις coming to maturity fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)